ζευκτήρ

ζευκτήρ
ζευκ-τήρ, ῆρος, ,
A one who yokes or joins: hence Adj. ζ. ἱμάντες the straps of the yoke, J.AJ12.4.6, cf. Hsch. s.v. ζεύγλας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζευκτῆρας — ζευκτήρ one who yokes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτῆρες — ζευκτήρ one who yokes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτήρας — ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα) ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό αρχ. 1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό 2. θηλ. «ζεύκτειρα» επίθετο τής Αφροδίτης, τής θεάς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ τήρ < *ζευγ κτήρ < ζεύγνυμι… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… …   Dictionary of Greek

  • i̯eu-2, i̯eu̯ǝ-, i̯eu̯-g- —     i̯eu 2, i̯eu̯ǝ , i̯eu̯ g     English meaning: to tie together, yoke     Deutsche Übersetzung: “verbinden”     Note: probably as 1. i̯eu “vermengen” from “in Bewegung place” evolved; s. also i̯eu dhand i̯eu ni .     Material: O.Ind. yáuti,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”